- λιμόνιο
- τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πλουμβαγινίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limonium < νεολατ. limonium (< λειμώνιο < λειμών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek